Αναζήτηση προϊόντος
Search
MyViva Το καλάθι μου {{countCartProductPieces}}

Το καλάθι μου

Προϊόντα: {{countCartProductPieces}}
Σύνολο : {{(cartTotal * selectedCurrency.rate).toFixed(2)}}€ - {{(cartDefaultCouponDiscount * selectedCurrency.rate).toFixed(2)}}€ = {{((cartTotal - cartDefaultCouponDiscount) * selectedCurrency.rate).toFixed(2)}}€ {{(cartTotal * selectedCurrency.rate).toFixed(2)}}€
Αναζήτηση

Η εποχή των ιώσεων έφτασε. Τι πρέπει να προσέξουμε για να μην αρρωστήσουμε;

Η εποχή των ιώσεων έφτασε. Τι πρέπει να προσέξουμε για να μην αρρωστήσουμε;

Ίωση ή κρυολόγημα;

Είναι πολύ συχνή η πεποίθηση ότι ένα συνάχι «δεν κολλάει», γιατί - πολύ απλά - αυτός που το έχει «κρύωσε». Τις περισσότερες φορές μάλιστα, ο άρρωστος θυμάται πολύ καλά ότι τον φύσηξε ένα ρεύμα και αρκεί η δική του βεβαιότητα για να πειστεί και ο διπλανός του ότι πράγματι το κρυολόγημα δεν κολλάει. Για τους περισσότερους, ίωση και κρυολόγημα είναι δύο διαφορετικά πράγματα με βασική τους διαφορά όχι μόνο την ένταση των συμπτωμάτων, αλλά και τη μεταδοτικότητα. Ωστόσο αυτή η άποψη είναι εντελώς λανθασμένη. Η ίωση και το κρυολόγημα είναι ουσιαστικά το ίδιο πράγμα, οφείλονται και τα δύο σε κάποιον ιό και η μοναδική τους διαφορά είναι τα συμπτώματα, κι αυτά όχι πάντοτε τόσο διαφορετικά.

Ποιες είναι οι διαφορές

Κάθε αναπνευστικός παθογόνος ιός προσπαθεί να μπει στον οργανισμό, παραβιάζοντας τις γραμμές άμυνάς του. Εάν το σώμα καταφέρει να περιχαρακώσει τον ιό στο επίπεδο του βλεννογόνου της μύτης, εμποδίζοντας την επέκταση της λοίμωξης, παρουσιάζουμε μπούκωμα, ρινικές εκκρίσεις, βήχα: αυτό είναι το κοινό κρυολόγημα. Χαρακτηρίζεται από συμπτώματα του ανώτερου αναπνευστικού, ενώ δεν αποκλείεται να εμφανιστούν πονόλαιμος, πονοκέφαλος και πυρετός - συνήθως χαμηλός.

Η ίωση, ανάλογα με την αντίδραση του οργανισμού, προκαλεί περισσότερα συμπτώματα που ενδέχεται να επηρεάσουν και άλλα όργανα, εφόσον ο ιός δεν περιοριστεί στο βλεννογόνο της μύτης. Με απλά λόγια, μια ίωση μπορεί να εκδηλωθεί ως κοινό κρυολόγημα (με τα παραπάνω συμπτώματα), ως φαρυγγίτιδα, ως αμυγδαλίτιδα, ως βρογχίτιδα, να συνοδεύεται από εμετούς, διάρροια και κοιλιακά άλγη και ενδέχεται να διαρκέσει λίγο περισσότερο - αν και η διάρκεια και των δύο κυμαίνεται από 3-10 μέρες.

Τι ρόλο παίζει το κρύο;

Εφόσον το κρυολόγημα οφείλεται σε παθογόνους μικροοργανισμούς, τι σχέση έχει με το κρύο και γιατί αποκαλείται έτσι; Αλλά και γιατί έχουμε συχνά την αίσθηση ότι μας φύσηξε κρύος αέρας και μετά από 1-2 μέρες αρρωστήσαμε; Να ξεκαθαρίσουμε ότι το κρυολόγημα δεν αποτελεί συνέπεια της έκθεσης του οργανισμού στο κρύο. Με άλλα λόγια, το κρύο από μόνο του δεν κάνει ποτέ κανέναν να αρρωστήσει. Το οποιοδήποτε συνάχι οφείλεται σε κάποιον μεταδιδόμενο ιό. Εκείνο που κάνει η έκθεση στο κρύο είναι να «ρίξει» την άμυνα του οργανισμού - και ειδικότερα της αντίστασης του ρινικού βλεννογόνου - με αποτέλεσμα να γινόμαστε πιο ευάλωτοι στους ιούς. Στην πραγματικότητα, όταν ένα ρεύμα μάς φυσάει, έχουμε ήδη εκτεθεί σε κάποιον ιό - πάνω από 10 γένη ιών και παθογόνα μικρόβια εμπλέκονται στην εμφάνιση του κρυολογήματος - και ο κρύος αέρας καθιστά αναποτελεσματική την άμυνα του οργανισμού μας. Χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει ότι αν δεν εκτεθούμε ποτέ στο κρύο, δεν θα αρρωστήσουμε. Οι κλειστοί ζεστοί χώροι με συνωστισμό και ανεπαρκή ανανέωση του αέρα αποτελούν ιδανικές εστίες μετάδοσης ιών και μικροβίων και αρκούν για να εμφανίσουμε κάποιο κρυολόγημα. Τελικά, φαίνεται ότι το κρυολόγημα πήρε το όνομά του από το ότι οι παθογόνοι μικροοργανισμοί που το προκαλούν ζουν και βασιλεύουν κατά τη διάρκεια των πιο κρύων μηνών του χρόνου.

Πώς και πότε μεταδίδονται

Ιώσεις, κρυολόγημα αλλά και γρίπη μεταδίδονται μέσω της αναπνοής. Γι’ αυτό και πρέπει να αποφεύγεται η στενή επαφή με άτομα που έχουν συμπτώματα λοίμωξης αναπνευστικού συστήματος, πρέπει να υπάρχει ανανέωση του αέρα στους εσωτερικούς χώρους, πρέπει τα μάτια, η μύτη και το στόμα, που είναι οι πύλες εισόδου των ιών στον οργανισμό, να μην έρχονται σε επαφή με βρώμικα χέρια. Η μετάδοση γίνεται ακόμη και 1-2 μέρες πριν από την έναρξη των συμπτωμάτων ή και όταν αυτά έχουν υποχωρήσει, ωστόσο πιο πιθανό είναι να κολλήσει κανείς αν έρθει σε επαφή με τον άρρωστο τις πρώτες 3 μέρες της εκδήλωσης των συμπτωμάτων.

Παράγοντες που επιβαρύνουν τη μετάδοση

Εξίσου σημαντική είναι και η διάρκεια της επαφής με έναν άρρωστο. Πιο πιθανό είναι να αρρωστήσουμε αν μείνουμε όλη τη μέρα στο σπίτι μαζί με το μπουκωμένο παιδί μας, παρά αν λείπουμε αρκετές ώρες από το σπίτι. Αυτό συμβαίνει διότι αυξάνεται το ιικό φορτίο όπως αποκαλείται, η συγκέντρωση δηλαδή του ιού στο σώμα μας είναι μεγαλύτερη. Η πεσμένη άμυνα του οργανισμού, που μπορεί να προκλήθηκε είτε από στρες είτε από κακή διατροφή είτε από αντίξοες συνθήκες όπως το κρύο που αναφέρθηκε παραπάνω, είναι επίσης επιβαρυντικός παράγοντας. Οι παράγοντες αυτοί μπορεί να διαφοροποιήσουν και τα συμπτώματα. Αν δηλαδή είμαστε χαρούμενοι, κοιμόμαστε και τρώμε καλά και είμαστε σωστά ντυμένοι, ακόμη κι αν εκτεθούμε υπερβολικά σε έναν ιό και νοσήσουμε, είναι πολύ πιθανό να μας επηρεάσει ελάχιστα, να το περάσουμε δηλαδή πολύ ελαφριά.

Πρόληψη

Η διατήρηση της καλής φυσικής κατάστασης με την αποφυγή του καπνίσματος, την ήπια άσκηση, τη σωστή διατροφή και τον καλό ύπνο είναι σημαντικά. Ο καλός εξαερισμός και το σωστό πλύσιμο των χεριών με σαπούνι είναι απαραίτητα. Όταν είμαστε άρρωστοι, δεν κυκλοφορούμε σε κλειστούς χώρους, βήχουμε πάντα σε ένα χαρτομάντηλο το οποίο πετάμε στα σκουπίδια ή στο εσωτερικό του αγκώνα μας και πλένουμε επίσης συχνά τα χέρια μας. Προτού φάμε ή ετοιμάσουμε το φαγητό, πλένουμε καλά τα χέρια μας ή αν αυτό δεν είναι εφικτό, χρησιμοποιούμε αντισηπτικά μαντηλάκια. Τις περιόδους έξαρσης της γρίπης (Ιανουάριο - Μάρτιο) αποφεύγουμε τις περιττές κοινωνικές συνευρέσεις σε κλειστούς χώρους και την ανταλλαγή ασπασμών. Δεν πιάνουμε τη μύτη και τα μάτια με άπλυτα χέρια και διδάσκουμε στα παιδιά μας να κάνουν όλα τα παραπάνω. Τέλος, για την αποτελεσματικότερη ενίσχυση της άμυνας του οργανισμού υπάρχουν αρκετά συμπληρώματα διατροφής, για τα οποία ωστόσο θα πρέπει να συμβουλευτείτε τον γιατρό σας. Για την γρίπη υπάρχει επιπρόσθετα εμβόλιο που χορηγείται κάθε φθινόπωρο σε ομάδες υψηλού κινδύνου (π.χ. μωρά, ηλικιωμένοι, ανοσοκατεσταλμένοι, έγκυες) και σε ανθρώπους που βρίσκονται σε στενή επαφή με ομάδες υψηλού κινδύνου.